Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbrillantatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [brillantaˈtura] 1 γυάλισμα 2 πάγωμα 3 κόψιμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |