Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bricconcèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [brikkonˈʧɛllo]

1 αλητόπαιδο
2 παλιόπαιδο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bricconata briccone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

brezza (θηλ.ουσ)
bric–à–brac (ουσ αρσ )
bricco (ουσ αρσ )
bricconaggine (θηλ.ουσ)
bricconata (θηλ.ουσ)
bricconcello (ουσ αρσ )
briccone (αρσ. επίθ και ουσ)
bricconeria (θηλ.ουσ)
bricconesco (επίθ.)
briciola (θηλ.ουσ)
briciolo (ουσ αρσ )
bricolage (ουσ αρσ )
bridge (ουσ αρσ )
bridgista (ουσ αρσ και θηλ.)
briga (θηλ.ουσ)
brigadiere (ουσ αρσ )
brigantaggio (ουσ αρσ )
brigante (ουσ αρσ )
brigantesco (επίθ.)
brigantino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---