Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbric–à–brac
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,brikaˈbrak] 1 διακοσμητικό αντικείμενο 2 αντικείμενο αξιοπερίεργο 3 συλλογή συναισθηματικής αξίας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |