Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


brecciàme  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bretˈʧame]

1 σκύρα οδοποιίας
2 σπασμένη πέτρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  breccia breccioso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

braveria (θηλ.ουσ)
bravo (ουσ αρσ )
bravo (επίθ.)
bravura (θηλ.ουσ)
breccia (θηλ.ουσ)
brecciame (ουσ αρσ )
breccioso (επίθ.)
brechtiano (αρσ. επίθ και ουσ)
brefotrofio (ουσ αρσ )
bregma (ουσ αρσ )
brenna (θηλ.ουσ)
brenta (θηλ.ουσ)
brentolo (ουσ αρσ )
bresaola (θηλ.ουσ)
bretagna (θηλ.ουσ)
bretella (θηλ.ουσ)
bretone (ουσ αρσ και θηλ.)
bretone (επίθ.)
brettone (ουσ αρσ και θηλ.)
brettone (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---