Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbreccióso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [bretˈʧoso], [bretˈʧozo] 1 σπασμένος σε χαλίκια 2 που περιέχει χαλίκια 3 χαλικώδης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |