Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbrèntolo, bréntolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈbrɛntolo], [ˈbrentolo] 1 ρείκι 2 ρείκι calluna vulgaris permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |