Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


brevétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [breˈvetto]

1 άδεια πιλότου
2 ευρεσιτεχνία
3 πατέντα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  brevettato brevettuale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

brettone (επίθ.)
breve (επίθ.)
brevettabile (επίθ.)
brevettare (ρ. μτβ.)
brevettato (επίθ.)
brevetto (ουσ αρσ )
brevettuale (επίθ.)
breviario (ουσ αρσ )
brevilineo (επίθ.)
breviloquente (επίθ.)
brevità (θηλ.ουσ)
brezza (θηλ.ουσ)
bric–à–brac (ουσ αρσ )
bricco (ουσ αρσ )
bricconaggine (θηλ.ουσ)
bricconata (θηλ.ουσ)
bricconcello (ουσ αρσ )
briccone (αρσ. επίθ και ουσ)
bricconeria (θηλ.ουσ)
bricconesco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---