Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


brevettàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [brevetˈtabile]

που μπορεί να πατενταριστεί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  breve brevettare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bretone (ουσ αρσ και θηλ.)
bretone (επίθ.)
brettone (ουσ αρσ και θηλ.)
brettone (επίθ.)
breve (επίθ.)
brevettabile (επίθ.)
brevettare (ρ. μτβ.)
brevettato (επίθ.)
brevetto (ουσ αρσ )
brevettuale (επίθ.)
breviario (ουσ αρσ )
brevilineo (επίθ.)
breviloquente (επίθ.)
brevità (θηλ.ουσ)
brezza (θηλ.ουσ)
bric–à–brac (ουσ αρσ )
bricco (ουσ αρσ )
bricconaggine (θηλ.ουσ)
bricconata (θηλ.ουσ)
bricconcello (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---