Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbrètone
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈbrɛtone] 1 Βρετόνος 2 γλώσσα της Βρετόνης brètone επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈbrɛtone] ο της Βρετόνης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |