Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


brènta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbrɛnta]

βαρέλι κρασιού χωρητικότητας 50 λίτρων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  brenna brentolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

breccioso (επίθ.)
brechtiano (αρσ. επίθ και ουσ)
brefotrofio (ουσ αρσ )
bregma (ουσ αρσ )
brenna (θηλ.ουσ)
brenta (θηλ.ουσ)
brentolo (ουσ αρσ )
bresaola (θηλ.ουσ)
bretagna (θηλ.ουσ)
bretella (θηλ.ουσ)
bretone (ουσ αρσ και θηλ.)
bretone (επίθ.)
brettone (ουσ αρσ και θηλ.)
brettone (επίθ.)
breve (επίθ.)
brevettabile (επίθ.)
brevettare (ρ. μτβ.)
brevettato (επίθ.)
brevetto (ουσ αρσ )
brevettuale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---