Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bretàgna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [breˈtaɲɲa]

Βρετανία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bresaola bretella  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


Gran Bretagna [θηλ.] = Μεγάλη Βρετανία


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bregma (ουσ αρσ )
brenna (θηλ.ουσ)
brenta (θηλ.ουσ)
brentolo (ουσ αρσ )
bresaola (θηλ.ουσ)
bretagna (θηλ.ουσ)
bretella (θηλ.ουσ)
bretone (ουσ αρσ και θηλ.)
bretone (επίθ.)
brettone (ουσ αρσ και θηλ.)
brettone (επίθ.)
breve (επίθ.)
brevettabile (επίθ.)
brevettare (ρ. μτβ.)
brevettato (επίθ.)
brevetto (ουσ αρσ )
brevettuale (επίθ.)
breviario (ουσ αρσ )
brevilineo (επίθ.)
breviloquente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---