Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bràvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbravo]

1 πληρωμένος φονιάς
2 μπράβος

bràvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈbravo]

ανδρείος (-η, -ο), γενναίος (-η, -ο), άξιος (-α, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  braveria bravura  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


essere bravo = είμαι καλος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bratteato (επίθ.)
bravaccio (ουσ αρσ )
bravamente (επίρ.)
bravata (θηλ.ουσ)
braveria (θηλ.ουσ)
bravo (ουσ αρσ )
bravo (επίθ.)
bravura (θηλ.ουσ)
breccia (θηλ.ουσ)
brecciame (ουσ αρσ )
breccioso (επίθ.)
brechtiano (αρσ. επίθ και ουσ)
brefotrofio (ουσ αρσ )
bregma (ουσ αρσ )
brenna (θηλ.ουσ)
brenta (θηλ.ουσ)
brentolo (ουσ αρσ )
bresaola (θηλ.ουσ)
bretagna (θηλ.ουσ)
bretella (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---