Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bratteàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [bratteˈato]

που έχει φυλλαράκια σε οφθαλμούς (για φυτά)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  brattea bravaccio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

brasatura (θηλ.ουσ)
brasile (ουσ αρσ )
brasiliano (ουσ αρσ )
brasiliano (επίθ.)
brattea (θηλ.ουσ)
bratteato (επίθ.)
bravaccio (ουσ αρσ )
bravamente (επίρ.)
bravata (θηλ.ουσ)
braveria (θηλ.ουσ)
bravo (ουσ αρσ )
bravo (επίθ.)
bravura (θηλ.ουσ)
breccia (θηλ.ουσ)
brecciame (ουσ αρσ )
breccioso (επίθ.)
brechtiano (αρσ. επίθ και ουσ)
brefotrofio (ουσ αρσ )
bregma (ουσ αρσ )
brenna (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---