Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbrasatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [brazaˈtura] 1 συγκόλληση μετάλλων 2 σιγανό ψήσιμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |