Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbràno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈbrano] 1 τμήμα 2 εδάφιο 3 απόσπασμα 4 τεμάχιο 5 κομματάκι 6 θρύψαλο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |