Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


branzìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [branˈtsino], [branˈdzino]

1 πέρκα
2 ψάρια οικογένειας centrarchidae


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  brano brasare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

brandello (ουσ αρσ )
brandire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
brando (ουσ αρσ )
brandy (ουσ αρσ )
brano (ουσ αρσ )
branzino (ουσ αρσ )
brasare (ρ. μτβ.)
brasato (αρσ. επίθ και ουσ)
brasatura (θηλ.ουσ)
brasile (ουσ αρσ )
brasiliano (ουσ αρσ )
brasiliano (επίθ.)
brattea (θηλ.ουσ)
bratteato (επίθ.)
bravaccio (ουσ αρσ )
bravamente (επίρ.)
bravata (θηλ.ουσ)
braveria (θηλ.ουσ)
bravo (ουσ αρσ )
bravo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---