Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

belligerànte (ουσ αρσ και θηλ.) bendatùra (θηλ.ουσ)
belligerànte (επίθ.) bendispósto (επίθ.)
belligerànza (θηλ.ουσ) bène (ουσ αρσ )
bellìgero (επίθ.) bène (επίρ.)
bellimbùsto (ουσ αρσ ) bène (επιφ.)
bellìno (επίθ.) benedétto (αρσ. επίθ και ουσ)
bèllo (ουσ αρσ ) benedìcite (ουσ αρσ )
bèllo (επίθ.) benedìre (ρ. μτβ.)
bellospìrito (ουσ αρσ ) benedizióne (θηλ.ουσ)
belluìno (επίθ.) beneducàto (επίθ.)
beltà (θηλ.ουσ) benefattóre (αρσ. επίθ και ουσ)
bélva (θηλ.ουσ) benefattrìce (θηλ.ουσ)
belvedére (ουσ αρσ ) beneficàre (ρ. μτβ.)
belzebù (ουσ αρσ ) beneficènza (θηλ.ουσ)
bemòlle (ουσ αρσ ) beneficiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
benaccètto (επίθ.) beneficiàrio (αρσ. επίθ και ουσ)
benallevàto (επίθ.) beneficiàta (θηλ.ουσ)
benamàto (επίθ.) beneficiàto (αρσ. επίθ και ουσ)
benànche (σύνδ.) benefìcio (ουσ αρσ )
benarrivàto (ουσ αρσ ) benèfico (επίθ.)
benarrivàto (επίθ.) benefìzio (ουσ αρσ )
benché (σύνδ.) benemerènte (επίθ.)
bènda (θηλ.ουσ) benemerènza (θηλ.ουσ)
bendàggio (ουσ αρσ ) benemèrito (επίθ.)
bendàre (ρ. μτβ.) beneplàcito (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: