Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


beneplàcito  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [beneˈplaʧito]

1 στέρξιμο
2 συγκατάνευση
3 συγκατάθεση
4 συναίνεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  benemerito benessere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

benefico (επίθ.)
benefizio (ουσ αρσ )
benemerente (επίθ.)
benemerenza (θηλ.ουσ)
benemerito (επίθ.)
beneplacito (ουσ αρσ )
benessere (ουσ αρσ )
benestante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
benestare (ουσ αρσ )
benevolente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
benevolenza (θηλ.ουσ)
benevolo (επίθ.)
benfatto (επίθ.)
bengala (ουσ αρσ )
beniamino (ουσ αρσ )
benignità (θηλ.ουσ)
benigno (επίθ.)
benino (επίρ.)
benintenzionato (επίθ.)
beninteso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---