Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbeneplàcito
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [beneˈplaʧito] 1 στέρξιμο 2 συγκατάνευση 3 συγκατάθεση 4 συναίνεση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |