Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbenestàre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,bɛnesˈtare] 1 συναίνεση 2 συγκατάθεση 3 ευημερία 4 υγεία 5 στέρξιμο 6 συγκατάνευση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |