Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbenevolènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [benevoˈlɛntsa] 1 διάθεση προς το καλό 2 φιλανθρωπία 3 πράξη καλοσύνης 4 καλή θέληση 5 εύνοια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |