Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


benignità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [beniɲɲiˈta]

1 γλυκύτητα
2 πραότητα
3 επιείκεια
4 προσήνεια
5 καλοκαγαθία
6 καλοσύνη
7 αγαθότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  beniamino benigno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

benevolenza (θηλ.ουσ)
benevolo (επίθ.)
benfatto (επίθ.)
bengala (ουσ αρσ )
beniamino (ουσ αρσ )
benignità (θηλ.ουσ)
benigno (επίθ.)
benino (επίρ.)
benintenzionato (επίθ.)
beninteso (επίθ.)
benissimo (επίρ.)
benna (θηλ.ουσ)
bennato (επίθ.)
benone (επίρ.)
benparlante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
benpensante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
benportante (επίθ.)
benservito (ουσ αρσ )
bensi (σύνδ.)
benthos (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---