Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


beniamìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [benjaˈmino]

1 χαὶδεμένος
2 αγαπητός
3 ευνοούμενος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bengala benignità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

benevolente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
benevolenza (θηλ.ουσ)
benevolo (επίθ.)
benfatto (επίθ.)
bengala (ουσ αρσ )
beniamino (ουσ αρσ )
benignità (θηλ.ουσ)
benigno (επίθ.)
benino (επίρ.)
benintenzionato (επίθ.)
beninteso (επίθ.)
benissimo (επίρ.)
benna (θηλ.ουσ)
bennato (επίθ.)
benone (επίρ.)
benparlante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
benpensante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
benportante (επίθ.)
benservito (ουσ αρσ )
bensi (σύνδ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---