Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bènna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbɛnna]

κουβάς εκσκαπτικού μηχανήματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  benissimo bennato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

benigno (επίθ.)
benino (επίρ.)
benintenzionato (επίθ.)
beninteso (επίθ.)
benissimo (επίρ.)
benna (θηλ.ουσ)
bennato (επίθ.)
benone (επίρ.)
benparlante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
benpensante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
benportante (επίθ.)
benservito (ουσ αρσ )
bensi (σύνδ.)
benthos (ουσ αρσ )
bentonite (θηλ.ουσ)
bentornato (αρσ. επίθ και ουσ)
benveduto (επίθ.)
benvenuto (ουσ αρσ )
benvisto (επίθ.)
benvolere (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---