Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


benvenùto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,bɛnveˈnuto]

1 προϋπάντηση
2 υποδοχή
3 καληνώρισμα
4 προαπάντημα
5 καλωσόρισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  benveduto benvisto  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


benvenuto! = καλώς ωρίσατε! || dare il benvenuto = καλωσορίζω


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bensi (σύνδ.)
benthos (ουσ αρσ )
bentonite (θηλ.ουσ)
bentornato (αρσ. επίθ και ουσ)
benveduto (επίθ.)
benvenuto (ουσ αρσ )
benvisto (επίθ.)
benvolere (ουσ αρσ )
benzaldeide (θηλ.ουσ)
benzedrina (θηλ.ουσ)
benzene (ουσ αρσ )
benzenico (επίθ.)
benzina (θηλ.ουσ)
benzinaio (ουσ αρσ )
benzoato (ουσ αρσ )
benzoico (επίθ.)
benzoino (ουσ αρσ )
benzolo (ουσ αρσ )
beone (ουσ αρσ )
bequadro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---