Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbentonìte
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [bentoˈnite] 1 πορώδης πηλός από αποσύνθεση ηφαιστειογενών πετρωμάτων (μπεντονίτης) 2 κολλοειδής πηλός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |