Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbenzìna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [benˈdzina] η βενζίνη permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαbenzina [θηλ.] senza piombo = η αμόλυβδη; η αμόλυβδη βενζίνη || benzina [θηλ.] super = η βενζίνη σούπερ || benzina [θηλ.] verde = η αμόλυβδη; η αμόλυβδη βενζίνη || distributore [αρσ.] di benzina = το πρατήριο βενζίνης Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |