Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbére
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈbere] 1 πιόσιμο 2 ποτό 3 πόση bére ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [ˈbere] πίνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |