Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Berlìno  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [berˈlino]

το Βερολίνο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  berlingozzo bermuda  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

berkelio (ουσ αρσ )
berlicche (ουσ αρσ )
berlina (θηλ.ουσ)
berlingaccio (ουσ αρσ )
berlingozzo (ουσ αρσ )
berlino (θηλ.ουσ)
bermuda (ουσ αρσ )
berna (θηλ.ουσ)
bernesco (επίθ.)
bernoccolo (ουσ αρσ )
bernoccoluto (επίθ.)
berretta (θηλ.ουσ)
berrettino (ουσ αρσ )
berretto (ουσ αρσ )
bersagliare (ρ. μτβ.)
bersagliere (ουσ αρσ )
bersaglieresco (επίθ.)
bersaglio (ουσ αρσ )
berta (θηλ.ουσ)
berteggiare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---