Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


berteggiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [bertedˈʤare]

1 περιπαίζω
2 εμπαίζω
3 χλευάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  berta bertesca  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bersagliare (ρ. μτβ.)
bersagliere (ουσ αρσ )
bersaglieresco (επίθ.)
bersaglio (ουσ αρσ )
berta (θηλ.ουσ)
berteggiare (ρ. μτβ.)
bertesca (θηλ.ουσ)
bertoldo (ουσ αρσ )
bertuccia (θηλ.ουσ)
besciamella (θηλ.ουσ)
bestemmia (θηλ.ουσ)
bestemmiare (ρ.αμτβ.)
bestemmiare (ρ. μτβ.)
bestemmiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
bestia (θηλ.ουσ)
bestiale (επίθ.)
bestialità (θηλ.ουσ)
bestiame (ουσ αρσ )
bestiolina (θηλ.ουσ)
bestione (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---