Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbertòldo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [βerˈtɔldo] 1 πονηρός 2 μπερτόλδος 3 αδέξιος και απλός χωριάτης 4 μπερτόδουλος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |