Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bestemmiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [bestemˈmjare]

βλαστημώ

bestemmiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [bestemˈmjare]

1 διαβολοστέλνω
2 κακοχρονίζω
3 αναθεματίζω
4 βλαστημώ
5 καταριέμαι
6 ασεβώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bestemmia bestemmiatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bertesca (θηλ.ουσ)
bertoldo (ουσ αρσ )
bertuccia (θηλ.ουσ)
besciamella (θηλ.ουσ)
bestemmia (θηλ.ουσ)
bestemmiare (ρ.αμτβ.)
bestemmiare (ρ. μτβ.)
bestemmiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
bestia (θηλ.ουσ)
bestiale (επίθ.)
bestialità (θηλ.ουσ)
bestiame (ουσ αρσ )
bestiolina (θηλ.ουσ)
bestione (ουσ αρσ )
beta (ουσ αρσ και θηλ.)
betatrone (ουσ αρσ )
beton (ουσ αρσ )
betonaggio (ουσ αρσ )
betoniera (θηλ.ουσ)
betonista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---