Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbestemmiatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [bestemmjaˈtore] 1 υβριστής 2 ασεβής 3 βλάστημος 4 βλάσφημος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |