Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbettolière
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [bettoˈljɛre] 1 οινομάγειρος 2 οινοπώλης 3 κάπελας 4 πανδοχέας 5 ταβερνιάρης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |