Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbeveróne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [beveˈrone] 1 αηδιαστικό ποτό 2 ποτό ή δόση φαρμάκου 3 χυλός βύνης για βράσιμο 4 ανούσιο ποτό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |