Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbiànca
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈbjanka] 1 θύμα εμπορίου λευκής σαρκός 2 θύμα σωματεμπορίας 3 άσπρη κοπέλα ή γυναίκα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |