Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


biascicaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bjaʃʃikaˈmento]

1 δάγκωμα σαν του φαφούτη
2 μάσημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  biancospino biascicare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bianco (ουσ αρσ )
bianco (επίθ.)
biancone (ουσ αρσ )
biancore (ουσ αρσ )
biancospino (ουσ αρσ )
biascicamento (ουσ αρσ )
biascicare (ρ. μτβ.)
biasimabile (επίθ.)
biasimare (ρ. μτβ.)
biasimatore (αρσ. επίθ και ουσ)
biasimevole (επίθ.)
biasimo (ουσ αρσ )
biatomico (επίθ.)
bibasico (επίθ.)
bibbia (θηλ.ουσ)
biberon (ουσ αρσ )
bibita (θηλ.ουσ)
biblico (αρσ. επίθ και ουσ)
bibliobus, bibliobùs (ουσ αρσ )
bibliofilia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---