Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbiascicaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [bjaʃʃikaˈmento] 1 δάγκωμα σαν του φαφούτη 2 μάσημα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |