Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbiancóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [bjanˈkore] 1 ωχρότητα 2 λευκότητα 3 χλωμάδα 4 ασπρίλα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |