Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bianchìccio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [bjanˈkitʧo]

1 κιτρινισμένος
2 ξεθωριασμένος
3 υπόλευκος
4 ασπριδερός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bianchezza bianchire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

biancheggiamento (ουσ αρσ )
biancheggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
biancheria (θηλ.ουσ)
bianchetto (ουσ αρσ )
bianchezza (θηλ.ουσ)
bianchiccio (επίθ.)
bianchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
bianco (ουσ αρσ )
bianco (επίθ.)
biancone (ουσ αρσ )
biancore (ουσ αρσ )
biancospino (ουσ αρσ )
biascicamento (ουσ αρσ )
biascicare (ρ. μτβ.)
biasimabile (επίθ.)
biasimare (ρ. μτβ.)
biasimatore (αρσ. επίθ και ουσ)
biasimevole (επίθ.)
biasimo (ουσ αρσ )
biatomico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---