Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbianchézza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [bjanˈkettsa] 1 λαμπρότητα 2 εκθαμβωτικό λευκό 3 λευκότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |