Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbiancherìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [bjankeˈria] 1 (per la casa) τα λευκά είδη, τα ασπρόρρουχα 2 (intima) τα εσώρουχα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαbiancheria [θηλ.] intima = τα εσώρουχα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |