Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbianchétto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [bjanˈketto] 1 άσπρισμα 2 καθαριστικό λευκών παπουτσιών 3 ασβεστόχρισμα 4 λευκή βαφή 5 λεύκανση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |