Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbiànco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈbjanko] το άσπρο biànco επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈbjanko] άσπρος (-η, -ο), λευκός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαfotografia [θηλ.] in bianco e nero = ασπρόμαυρη φωτογραφία || in bianco e nero = ασπρόμαυρος [-η, -ο] Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |