Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bèzzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbɛttso]

αρχαίο βενετσιάνικο νόμισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bezzicare biacca  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bevicchiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
bevitore (ουσ αρσ )
bevuta (θηλ.ουσ)
bey (ουσ αρσ )
bezzicare (ρ. μτβ.)
bezzo (ουσ αρσ )
biacca (θηλ.ουσ)
biacco (ουσ αρσ )
biada (θηλ.ουσ)
bianca (θηλ.ουσ)
biancastro (επίθ.)
biancheggiamento (ουσ αρσ )
biancheggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
biancheria (θηλ.ουσ)
bianchetto (ουσ αρσ )
bianchezza (θηλ.ουσ)
bianchiccio (επίθ.)
bianchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
bianco (ουσ αρσ )
bianco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---