Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbevùta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [beˈvuta] 1 πόση 2 κραιπάλη 3 οινοποσία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |