Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


beveràggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [beveˈradʤo]

1 δηλητηριασμένο ποτό
2 ποτό ή δόση φαρμάκου
3 υγρό πόσιμο (όχι νερό)
4 ποτό πόσιμο (για ζώα)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bevanda beveratoio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bettolina (θηλ.ουσ)
bettonica (θηλ.ουσ)
betulla (θηλ.ουσ)
beuta (θηλ.ουσ)
bevanda (θηλ.ουσ)
beveraggio (ουσ αρσ )
beveratoio (ουσ αρσ )
beverino (αρσ. επίθ και ουσ)
beverone (ουσ αρσ )
bevibile (επίθ.)
bevicchiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
bevitore (ουσ αρσ )
bevuta (θηλ.ουσ)
bey (ουσ αρσ )
bezzicare (ρ. μτβ.)
bezzo (ουσ αρσ )
biacca (θηλ.ουσ)
biacco (ουσ αρσ )
biada (θηλ.ουσ)
bianca (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---