Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bettònica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [betˈtɔnika]

φυτό γένους stachys


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bettolina betulla  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

betoniera (θηλ.ουσ)
betonista (ουσ αρσ και θηλ.)
bettola (θηλ.ουσ)
bettoliere (ουσ αρσ )
bettolina (θηλ.ουσ)
bettonica (θηλ.ουσ)
betulla (θηλ.ουσ)
beuta (θηλ.ουσ)
bevanda (θηλ.ουσ)
beveraggio (ουσ αρσ )
beveratoio (ουσ αρσ )
beverino (αρσ. επίθ και ουσ)
beverone (ουσ αρσ )
bevibile (επίθ.)
bevicchiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
bevitore (ουσ αρσ )
bevuta (θηλ.ουσ)
bey (ουσ αρσ )
bezzicare (ρ. μτβ.)
bezzo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---