Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bestialità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [bestjaliˈta]

1 θηριωδία
2 γκάφα
3 μεγάλο λάθος
4 κτηνωδία
5 ωμότητα
6 βαναυσότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bestiale bestiame  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bestemmiare (ρ.αμτβ.)
bestemmiare (ρ. μτβ.)
bestemmiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
bestia (θηλ.ουσ)
bestiale (επίθ.)
bestialità (θηλ.ουσ)
bestiame (ουσ αρσ )
bestiolina (θηλ.ουσ)
bestione (ουσ αρσ )
beta (ουσ αρσ και θηλ.)
betatrone (ουσ αρσ )
beton (ουσ αρσ )
betonaggio (ουσ αρσ )
betoniera (θηλ.ουσ)
betonista (ουσ αρσ και θηλ.)
bettola (θηλ.ουσ)
bettoliere (ουσ αρσ )
bettolina (θηλ.ουσ)
bettonica (θηλ.ουσ)
betulla (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---