Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bersaglière  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bersaʎˈʎɛre]

στρατιώτης του ελαφρού Ιταλικού πεζικού (Βερσαλιέρος)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bersagliare bersaglieresco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bernoccoluto (επίθ.)
berretta (θηλ.ουσ)
berrettino (ουσ αρσ )
berretto (ουσ αρσ )
bersagliare (ρ. μτβ.)
bersagliere (ουσ αρσ )
bersaglieresco (επίθ.)
bersaglio (ουσ αρσ )
berta (θηλ.ουσ)
berteggiare (ρ. μτβ.)
bertesca (θηλ.ουσ)
bertoldo (ουσ αρσ )
bertuccia (θηλ.ουσ)
besciamella (θηλ.ουσ)
bestemmia (θηλ.ουσ)
bestemmiare (ρ.αμτβ.)
bestemmiare (ρ. μτβ.)
bestemmiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
bestia (θηλ.ουσ)
bestiale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---