Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbernoccolùto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [bernokkoˈluto] 1 καρουμπαλιασμένος 2 γεμάτος προεξοχές 3 ανώμαλος (δρόμος) 4 γεμάτος σωρούς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |