Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


beribèri  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [beriˈbɛri]

ασθένεια λόγω αβιταμίνωσης (μπέρι-μπέρι)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bergamotto berillio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

berciare (ρ.αμτβ.)
bere (ουσ αρσ )
bere (ρ. μτβ.)
bergamotta (θηλ.ουσ)
bergamotto (ουσ αρσ )
beriberi (ουσ αρσ )
berillio (ουσ αρσ )
berillo (ουσ αρσ )
beriolo (ουσ αρσ )
berkelio (ουσ αρσ )
berlicche (ουσ αρσ )
berlina (θηλ.ουσ)
berlingaccio (ουσ αρσ )
berlingozzo (ουσ αρσ )
berlino (θηλ.ουσ)
bermuda (ουσ αρσ )
berna (θηλ.ουσ)
bernesco (επίθ.)
bernoccolo (ουσ αρσ )
bernoccoluto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---